- βακτηριολογία
- ηκλάδος της μικροβιολογίας που ασχολείται ειδικά με τα βακτήρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βακτηριολογία — Η επιστήμη που στην αυστηρή της έννοια σημαίνει τη μελέτη των βακτηρίων. Συνήθως όμως, με τον όρο β. υπονοείται και η μελέτη όλων των μικροβιακών οργανισμών, δηλαδή συνώνυμη με τη μικροβιολογία. * * * η κλάδος της μικροβιολογίας που ασχολείται… … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
βακτηριολογικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη βακτηριολογία 2. φρ. «βακτηριολογικός πόλεμος» ο μικροβιολογικός πόλεμος … Dictionary of Greek
βακτηριολόγος — ο, η επιστήμονας ειδικός στη βακτηριολογία … Dictionary of Greek
κολίμορφος — ο (βιολ. στη βακτηριολογία) στον πληθ. οι κολίμορφοι έχουν τη μορφή και τη χρωστική συμπεριφορά τού κολοβακτηριδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colimorphe < coli συντετμημένη μορφή τού colibacille (< col[o] < κόλον «μέρος τού… … Dictionary of Greek
πυρονίνη — η, Ν συν. στον πληθ. οι πυρονίνες χημ. συνοπτική ονομασία μιας ομάδας χρωστικών υλών, αλάτων τού ξανθυλίου, που χρησιμοποιούνται κυρίως στη βακτηριολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyronine < pyr (< πυρ) + κατάλ. on + κατάλ. τής… … Dictionary of Greek
υπέρηχος — Ελαστική ταλάντωση ενός ορισμένου μέσου με συχνότητα ανώτερη των 15.000 20.000 Hz, δηλαδή ανώτερη από το πεδίο ακουστότητας του ανθρώπου (ήχος)· αν η συχνότητα είναι κατώτερη των 100.000 Hz, γίνεται αντιληπτή από ορισμένα χειρόπτερα, όπως π.χ.… … Dictionary of Greek
Ντε Μπαρί, Χάινριχ Άντον — (Heinrich AntonDe Bary, Φρανκφούρτη 1831 – Στρασβούργο 1888). Γερμανός γιατρός και βοτανολόγος. Καθηγητής στα πανεπιστήμια Τίμπιγκεν, Φράιμπουργκ, Χάλε και Στρασβούργου και πρύτανης στο τελευταίο από το 1872 έως τον θάνατό του, διηύθυνε σπουδαίες … Dictionary of Greek
βακτηριολογικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τη βακτηριολογία: Ο γιατρός είπε στον άρρωστο να κάνει βακτηριολογική εξέταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βακτηριολόγος — ο, η ο ειδικός στη βακτηριολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)